ευθυβολία

ευθυβολία
η (ΑΜ εὐθυβολία) [ευθύβολος]
ευθεία βολή, ευστοχία («ἀντέβαλλον ἀκοντίοις και τοξεύμασιν ὧν ὁ σάλος τὴν εὐθυβολίαν διέστρεφεν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευθυβολία — η 1. εύστοχη βολή. 2. η ικανότητα να κάνει εύστοχη βολή, να πετυχαίνει το στόχο: Ευθυβολία όπλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐθυβολίαν — εὐθυβολίᾱν , εὐθυβολία direct throw fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”